- ὑποπτεύονται
- ὑποπτεύωto be suspiciouspres ind mp 3rd plὑποπτεύωto be suspiciouspres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανύποπτος — η, ο (Α ἀνύποπτος, ον) αυτός που δεν υποψιάζεται κάτι ή δεν έχει υποψίες για κάποιον αρχ. μσν. όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι … Dictionary of Greek
Αλωνιστιώτης ή Δημητρακόπουλος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Αλωνίσταινα. 1. Βασίλης. Πιστός στον Κολοκοτρώνη, ήταν πολύ σκληρός με τους Έλληνες που λιποτακτούσαν ή απέφευγαν να στρατολογηθούν. Για τη σκληρότητά του αυτή τον έλεγαν Τουρκοβασίλη και το… … Dictionary of Greek
Κόνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (444; – 389 π.Χ.). Γιος του πλούσιου Αθηναίου Τιμοθέου, ανέλαβε σε πολλές μάχες τη θέση του στρατηγού από το 414 έως το 413. Όταν ηττήθηκε ο Αλκιβιάδης στην Κύμη, του ανατέθηκε η ηγεμονία των… … Dictionary of Greek